- στιχίζω
- ΜΑ [στίχος]1. χωρίζω, διαιρώ κείμενο σε στίχους αριθμώντας τους ταυτόχρονα2. πιθ. γράφω στίχους, στιχουργώ3. ταξινομώ, διευθετώ, αραδιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστιχίζω — Μ τοποθετώ μπροστά σε σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στιχίζω (< στίχος «σειρά, γραμμή»)] … Dictionary of Greek
στιχισμός — ὁ, ΜΑ [στιχίζω] 1. διαίρεση κειμένου σε στίχους και αρίθμηση τους 2. τακτοποίηση, διευθέτηση, ταξινόμηση … Dictionary of Greek
στιχιστής — ὁ, Μ [στιχίζω] στιχουργός … Dictionary of Greek
προστιχίζειν — πρό στιχίζω arranged in a row pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)